- πίεσμα
- το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α [πιέζω]το αποτέλεσμα τής πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» — η μάζα τού μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.)νεοελλ.-μσν.άλλος τύπος τού όρου τής βυζαντινής μουσικής πίασμααρχ.1. στον πληθ. τὰ πιέσματαπίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές2. το υγρό που προέρχεται από πίεση ή σύνθλιψη3. η πίεση («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).
Dictionary of Greek. 2013.